ηλιανθέλαιο

ηλιανθέλαιο
και ηλιέλαιο, το
εδώδιμο λάδι που εξάγεται από τα σπέρματα τού φυτού ηλίανθος, κν. ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίανθος + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ηλιέλαιο — το βλ. ηλιανθέλαιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”